- διηγκυλημένος
- διά-ἀγκυλάωperf part mp masc nom sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαγκυλούμαι — (I) διαγκυλοῡμαι ( έομαι) (Α) [αγκυλούμαι] (μτχ. παρακμ.) διηγκυλημένος κρατώντας το ακόντιο από την αγκύλη του, έτοιμος να τό ρίξω. (II) διαγκυλοῡμαι ( όομαι) (Α) (μτχ. παρακμ.) διηγκυλωμένος βλ. διαγκυλούμαι (Ι) … Dictionary of Greek